-
1 κατακείω
A = κατάκειμαι, used in imperat. and as [tense] fut.,δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ' ἰόντες Od.7.188
, 18.408; σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ' ἰόντες ib. 419; κακκείοντες, [dialect] Ep. part., in phrases οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε, κλισίηνδε ἕκαστος, Il.1.606, 23.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακείω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий